Ο Κοσμάς Πολίτης αγαπούσε τους συμβολισμούς.
Η Βίργκω Δροσινού λοιπόν. Μα τι όνομα… Βίργκω απ’ το Βιργινία και Δροσινού απ’ τη δροσιά που καλύπτει την πλάση και κάθε τι αγνό. Αυτήν την ιστορία έφτιαξε ο Κοσμάς Πολίτης στο Λεμονοδάσος: Τον Παύλο και τη Βίργκω.
Δημοσιευμένο στα 1931 το Λεμονοδάσος έφτασε στην ελληνική λογοτεχνία ως ένα πρωτοεμφανιζόμενο έργο στο είδος του. Μέσα από τις σελίδες του που βρίθουν συμβολισμούς σκιαγραφείται ο έρωτας του Παύλου, ενός άσωτου και σαρκικού νεαρού για την αγνή παρθένα Βίργκω. Μέχρι τότε στην ελληνική λογοτεχνία δεν είχαμε συναντήσει κανένα έργο που να αφηγείται κατ’ αποκλειστικότητα τον έρωτα δυο ανθρώπων. Θέλετε από πουριτανισμό, θέλετε απ’ τον αποκλεισμό του ίδιου του έρωτα από την ελληνική κοινωνία(βλ. συνοικέσια), στα ελληνικά γράμματα έρωτες ανάλογοι της Περηφάνειας και Προκατάληψης ή της Άννας Καρένινας δεν υπήρχαν. Υπήρχαν ως φόντο μονάχα στην εξέλιξη μιας πιο απλής ιστορίας ή ακόμα κι ως κάτι ντροπιαστικό. Κι ήταν τότε που έφτασε το Λεμονοδάσος.
Μέσα απ’ αυτό το μικρό βιβλίο ξεπηδάνε φωτεινοί και υψηλοί οι λευκοί αρχαίοι τόποι της Ελλάδας, παλλόμενοι από φως και βάρος. Και λάτρης τους ο Παύλος, ένας νεαρός αρχιτέκτονας, δοσμένος με πάθος στις ηδονές, στην σάρκα. Έζησε έντονα στο Παρίσι μα και στην Αθήνα δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια. Ξυπνάει μια μέρα, μέσα από ένα ερωτικό όνειρο στους Δελφούς. Και τίποτα δεν είναι πια το ίδιο, γιατί ακόμα κι αν στην σκέψη του κυριαρχούν δυο ζεστές γυναικείες μορφές εκείνος σαν κάτι άλλο να σκέφτεται πια, κάτι απόμακρο και δροσερό που τριγυρνάει κάτω απ’ την ασημένια σελήνη και τα λεμονόδεντρα του Πόρου.
Τρέχοντας μέσα στις σελίδες, μέσα από την αμφιταλαντευόμενη συνείδηση του Παύλου, ο αναγνώστης γνωρίζει την Βίργκω, εκείνη την κοπέλα που ονειρεύεται ένα όμορφο, μικρό, λευκό σπίτι πάνω σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι. Και σιγά-σιγά συνειδητοποιεί πως ο αφηγητής του δεν είναι καθόλου αξιόπιστος. Γιατί, μια φύση τόσο σεξουαλική και τόσο επιφανειακή όσο ο Παύλος δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει αυτό το υψηλό και βαθύ συναίσθημα – τον έρωτα. Θα περάσουν αρκετές σελίδες, αρκετές ερωτικές σκέψεις κι αρκετές περιπέτειες ώστε ο Παύλος να δεχθεί το αναπόφευκτο: ότι δηλαδή είναι ερωτευμένος με την Βίργκω. Κι απ’ τη στιγμή που θα το δεχτεί θα ξεκινήσει μια καινούρια φάση, μέσα στην οποία ο Παύλος μεταμορφώνεται.
Ο Κοσμάς Πολίτης έγραψε ένα έργο γεμάτο όχι μόνο συμβολισμούς αλλά και ερωτικούς συνειρμούς. Η παρθένα Βίργκω αναδύεται πολλές φορές μέσα απ’ τα μάτια του αφηγητή ως μια οντότητα τόσο ερωτική: ο συγγραφέας άγγιξε με τα δάχτυλα του πόθου κάτι τρομερά λευκό και αγνό δημιουργώντας μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα με μια άπρεπη -ίσως- υπόγεια ικανοποίηση. Στην δροσερή και λευκή φιγούρα της Βίργκως εμφανίζονται διάστικτα κόκκινα σημάδια – τα δάχτυλά της, το μαγιό της – μέσα από τα οποία ο Παύλος εκφράζει τις επιθυμίες του.
Όταν ο έρωτας του Παύλου φτάνει στο απόγειό του ο ήρωάς μας όπως είπαμε, μεταμορφώνεται. Βλέπει κανείς πως η σεξουαλική πλευρά του σιγά σιγά καταλαγιάζει και πλέον τα μάτια της ψυχής του ανοίγουν και κοιτάζουν με ειλικρίνεια και τρυφερότητα. Και εκεί είναι που κάτι το εντελώς αναπάντεχο συμβαίνει: έχοντας εξιδανικεύσει την Βίργκω, έχοντας αγαπήσει τα μαλλιά της, το σώμα της και τα μάτια της περιμένει κανείς κάτι απ’ αυτόν-κάτι αντάξιο μιας παρθένας, μια ολοκλήρωση. Ο Παύλος όμως αφήνει τα πάντα αμετάκλητα μετέωρα.
Ας είμαστε ειλικρινείς, η Άννα Καρένινα αυτοκτόνησε, ο Χίθκλιφ ήταν ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα, δεν θα ‘ταν κρίμα, σχεδόν βλασφημία, μέσα απ’ αυτήν την ερωτική ιστορία να περιμένουμε απ’ τον έρωτα να υπερβεί τον εαυτό του και να φτάσει σε κάτι συμβατικό; Ίσως… Αυτή η χαρμολύπη, όμως, που σε παρασύρει όταν κλείνεις το βιβλίο για τελευταία φορά είναι τελικά αναπόφευκτη.